-
1 взыскать
взыскать 1взыщу, взышешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взысканный, βρ: -кан, -а, -о, ρ.σ.1. εισπράττω, παίρνω αναγκαστικά•взыскать долг εισπράττω το χρέος.
2. τιμωρώ, επιβάλλω,ποινή.εκφρ.не взыши(те) – μην παραξηγείς, -είτε, να με συγχωρείς, -είτε•уж вы не -ите, другого угощенья нет – να μας συγχωρείτε, τίποτε άλλο δεν έχομε να σας κεράσουμε.взыскать 2ρ.σ.μ. (βλ. κλίση взыскать 1)παλ. ανταμείβω.